μεγαλόπλευρος
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
German (Pape)
[Seite 107] großseitig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μεγαλόπλευρος: -ον, ὁ ἔχων μεγάλας πλευράς, Κ. Μανασσ. Χρον. 4864.
Greek Monolingual
μεγαλόπλευρος, -ον (M)
αυτός που έχει μεγάλες πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + πλευρά.