Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
μεγαρόνδε (Α)επίρρ. προς το μέγαρο, προς τον γυναικωνίτη.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέγαρον + επιρρμ. κατάλ. -δε].