ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
-άω μεθοκόποςπίνω κρασί συχνά και σε μεγάλες ποσότητες, μπεκρουλιάζω («γυρίζει στις ταβέρνες όλη μέρα και μεθοκοπάει»).