μειονεκτώ

From LSJ

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367

Greek Monolingual

(Α μειονεκτῶ, -έω) μειονέκτης
1. έχω κάτι σε μικρότερο βαθμό από κάποιον άλλο, υστερώ ως προς κάτι
2. είμαι κατώτερος
νεοελλ.
έχω ελάττωμα.