μειονεκτώ

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455

Greek Monolingual

(Α μειονεκτῶ, -έω) μειονέκτης
1. έχω κάτι σε μικρότερο βαθμό από κάποιον άλλο, υστερώ ως προς κάτι
2. είμαι κατώτερος
νεοελλ.
έχω ελάττωμα.