μελίρροος
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
English (LSJ)
μελίρροον, contr. μελίρρους, ουν, flowing with honey, Glossaria.
Greek (Liddell-Scott)
μελίρροος: -ον, συνῃρ. -ρους, ουν, ῥέων μέλι, Γλωσ.
Greek Monolingual
μελίρροος, -οον και -ους, -ουν (Α), αυτός που στάζει μέλι, μελίρρυτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ῥόος (< ρέω), πρβλ. αιμόρροος, βαθύρροος].
German (Pape)
honigströmend, honigfließend, Sp.