μελαναίων

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰναίων Medium diacritics: μελαναίων Low diacritics: μελαναίων Capitals: ΜΕΛΑΝΑΙΩΝ
Transliteration A: melanaíōn Transliteration B: melanaiōn Transliteration C: melanaion Beta Code: melanai/wn

English (LSJ)

(μελανεών Bgk.), ωνος, ὁ, the part of a ship covered with pitch, Ar.Fr. 817.

Greek (Liddell-Scott)

μελαναίων: (Bgk. μελανεών), ὁ, τὸ μέρος τοῦ πλοίου τὸ κεκαλυμμένον διὰ πίσσης, Ἀριστοφ. παρ’ Ἡσυχ.

Greek Monolingual

μελαναίων, -ωνος, ὁ (Α)
το μέρος του πλοίου που είναι αλειμμένο με πίσσα.