μεμορυχμένα

From LSJ

αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεμορυχμένα Medium diacritics: μεμορυχμένα Low diacritics: μεμορυχμένα Capitals: ΜΕΜΟΡΥΧΜΕΝΑ
Transliteration A: memorychména Transliteration B: memorychmena Transliteration C: memorychmena Beta Code: memoruxme/na

English (LSJ)

μυσαρά, κτλ., Hsch. (v. μορύσσω). μεμόσει· μολύνει, Id.

Greek (Liddell-Scott)

μεμορυχμένα: «μυσαρά, μεμολυσμένα, ἠσβολημένα, μεμορωμένα ἅπαντα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μεμορυχμένα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μυσαρά».