Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μερσίνη

From LSJ

Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht

Menander, Monostichoi, 299

Greek Monolingual

και μερσινιά, η
1. κοινή ονομασία του θαμνώδους και αρωματικού φυτού μύρτος η κοινή, αλλ. μυρτιά, μερτιά, μυρσίνη, σμυρτιά, σμερτιά
2. κοινή ονομασία του ακανθόφυλλου κοσμητικού φυτού οξυμυρσίνη η ακανθώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μυρσίνη, με ανομοιωτική τροπή του -υ- σε -ε-].