μεσάραιον

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσάραιον Medium diacritics: μεσάραιον Low diacritics: μεσάραιον Capitals: ΜΕΣΑΡΑΙΟΝ
Transliteration A: mesáraion Transliteration B: mesaraion Transliteration C: mesaraion Beta Code: mesa/raion

English (LSJ)

(sc. δέρμα), τό, = μεσεντέριον, Gal.2.561, Ruf.Anat. 50: pl., Steph. in Hp.1.134 D.:—hence Adj. μεσαραϊκαὶ φλέβες ib. 139 D.

German (Pape)

[Seite 136] τό, = μεσεντέριον, das Gekröse, sp. Medic., auch adj. μεσαραϊκός

Greek (Liddell-Scott)

μεσάραιον: (ἐνν. δέρμα) τό, = μεσεντέριον, Ἀλέξανδρ. Τραλ., ἴδε Greenhill. εἰς Θεοφίλ. σ. 77. - μεσαραϊκαὶ φλέβες Μελέτ. ἐν Ὀξ. Ἀνεκδ. τ. 3. σ. 100.

Greek Monolingual

μεσάραιον, το (ΑM)
το μεσεντέριο.