Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
η (ΑM μετάκλησις) μετακαλώ1. κλήση, πρόσκληση2. (γενικά) ανάκληση, ακύρωσημσν.-αρχ.αλλαγή ονόματος.