μετάκληση

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek Monolingual

η (ΑM μετάκλησις) μετακαλώ
1. κλήση, πρόσκληση
2. (γενικά) ανάκληση, ακύρωση
μσν.-αρχ.
αλλαγή ονόματος.