Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
η (Α ἀνάκλησις) ἀνακαλῶ
νεοελλ.
1. κλήση για επιστροφή, επαναφορά, επάνοδος
2. άρση, ακύρωση, ματαίωση
3. επαναλαμβανόμενη πρόσκληση («ανάκληση επί σκηνής»)
αρχ.
1. επίκληση
2. προσαγόρευση, χαιρετισμός
3. κάλεσμα με κραυγές
4. παράγγελμα για υποχώρηση.