μεταβιώνω

From LSJ

ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey

Source

Greek Monolingual

(Α μεταβιῶ, -όω)
νεοελλ.
ζω μετά θάνατο
αρχ.
επιζώ, επιβιώνω έπειτα από ένα γεγονός, ιδίως καταστρεπτικό.