μεταδημότης
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
Greek Monolingual
ο
δημότης που μετεγγράφεται στα μητρώα άλλου δήμου ή άλλης κοινότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + δημότης (< δήμος), πρβλ. ετεροδημότης.