μεταθύω
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
appease by sacrifice, ἱλαξάσθω τὸν θεὸν καὶ μεταθυσάτω Schwyzer 321.4 (Delph., v B. C.).
Greek Monolingual
μεταθύω (Α) θύω
εξευμενίζω με θυσία.