μετακυκλούμαι

From LSJ

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445

Greek Monolingual

μετακυκλοῦμαι, -έομαι (Α)
(για τους αστέρες) μεταβάλλω την τροχιά μου («ἄλλοτε δὲ ἄλλα πρᾱττον πλανᾱσθαί τε καὶ μετακυκλεῖσθαι», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + κυκλοῦμαι «μεταβάλλομαι» (< κύκλος)].