μεταλλούχος
From LSJ
ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)
Greek Monolingual
-ο
αυτός που εμπεριέχει μέταλλα, μεταλλοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στην Κλειώ Ν. Παπαδούκα].