μεταξένιος

From LSJ

Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau

Menander, Monostichoi, 98

Greek Monolingual

-α, -ο (Μ μεταξένιος, -α, -ον) μετάξι
1. αυτός που είναι φτειαγμένος από μετάξι, μετάξινος, μεταξωτός
2. αυτός που μοιάζει με μετάξι ή έχει υφή μεταξιού, τρυφερός, απαλός και λείος («μεταξένια μαλλιά»).