μεταξοΰφαντος

From LSJ

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει υφανθεί από μετάξι, ο μεταξωτός
2. αυτός που μοιάζει με ύφασμα από μετάξι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετάξι + υφαντός. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Π. Γεννάδιο].