μετοίσω

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source

German (Pape)

[Seite 161] fut. zu μεταφέρω.

French (Bailly abrégé)

f. de μεταφέρω.

Russian (Dvoretsky)

μετοίσω: fut. к μεταφέρω.