μετοίσω

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source

German (Pape)

[Seite 161] fut. zu μεταφέρω.

French (Bailly abrégé)

f. de μεταφέρω.

Russian (Dvoretsky)

μετοίσω: fut. к μεταφέρω.