μετροταινία

From LSJ

ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς → but you quite purposely see wrongly

Source

Greek Monolingual

η
λινή, πλαστική ή μεταλλική ταινία βαθμονομημένη σε μέτρα, εκατοστόμετρα και χιλιοστόμετρα που χρησιμοποιείται ως όργανο μέτρησης μήκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρο + ταινία (πρβλ. μαγνητοταινία). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].