μηριόνης
From LSJ
νὴ Δί᾿, ὦ [[φίλος|φίλη]] [[γύναι]], [[λέγω|λέγε]] → yes, dear lady, speak → yes, dear lady, do speak up
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
hapax;
le sexe féminin (Anth. Pal. 5, 36).
Étymologie: μηρός.
Greek Monolingual
ο (Α μηριόνης)
νεοελλ.
ζωολ. γένος μυόμορφων τρωκτικών της οικογένειας cricetidae
αρχ.
1. το γυναικείο αιδοίο
2. ως κύριο όν. Μηριόνης
ένας από τους ήρωες τών ομηρικών επών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. ανήκει πιθ. στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα. Ο τ. με την αρχ. του σημασία «γυναικείο αιδοίο» < μηρός χάριν λογοπαιγνίου].
Russian (Dvoretsky)
μηριόνης: ου ὁ Anth. = μηρός.