μικροβιοκρατής

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source

Greek Monolingual

-ές
ιατρ. αυτός που συγκρατεί τα μικρόβια, που δεν επιτρέπει τη δίοδο μικροβίων μέσα από αυτόν («μίκροβιοκρατής ηθμός»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρόβιο + -κρατής (< κρατώ)].