μιμέρα

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source

German (Pape)

[Seite 186] ἡ, = μίμησις, Hesych.

Greek Monolingual

μιμέρα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μιμητική τέχνη καὶ μίμησις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος.