μινύς

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source

German (Pape)

[Seite 188] ύ, klein, wenig, vgl. minor, ist nur von den Gramm. angenommen, als Stammwort zu μινύθω, μίνυνθα, μινυρός; Rust. 273, 2 hat auch μινυός).

Greek (Liddell-Scott)

μινύς: ύ, = μικρός· παρὰ τοῖς Γραμμ. ὡς ῥίζα τοῦ μινύθω, κτλ.: μινυὸς παρ’ Εὐστ. 273. 2· μινυρὸς παρ’ Ἡσυχ.

Greek Monolingual

μινύς, -ύ (Α)
μικρός, βραχύς, λίγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μινύθω.