μιξαίθριαι

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source

Greek Monolingual

μιξαίθρια, τὰ και μιξαίθριαι, αἱ (Α)
εναλλαγή καλού και κακού καιρού («ὕδατα πολλά, λάβρα, μεγάλα, χιόνες
μιξαίθρια τὰ πλεῖστα», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο)- του μίγνυμι / μείγνυμι + αἴθριον].