μιξαίθρια

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μιξαίθρια Medium diacritics: μιξαίθρια Low diacritics: μιξαίθρια Capitals: ΜΙΞΑΙΘΡΙΑ
Transliteration A: mixaíthria Transliteration B: mixaithria Transliteration C: miksaithria Beta Code: micai/qria

English (LSJ)

τά, or μιξαίθριαι, αἱ, alternation of fair and foul weather, Hp.Epid.1.4.

Greek Monolingual

μιξαίθρια, τὰ και μιξαίθριαι, αἱ (Α)
εναλλαγή καλού και κακού καιρού («ὕδατα πολλά, λάβρα, μεγάλα, χιόνες
μιξαίθρια τὰ πλεῖστα», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο)- του μίγνυμι / μείγνυμι + αἴθριον].