μνημόνευση

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source

Greek Monolingual

η (Α μνημόνευσις)
το να θυμάται ή να μνημονεύει κανείς κάτι
νεοελλ.
μνεία, αναφορά, υπόμνηση
αρχ.
τελετή που γινόταν υπέρ της μνήμης προσώπου που είχε πεθάνει.