μοιροειμαρμένη

From LSJ

Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain

Source

Greek Monolingual

μοιροειμαρμένη, ἡ (Μ)
η μοίρα, το πεπρωμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῖρα + εἱμαρμένη «πεπρωμένο», είδος σημασιολογικού επαναληπτικού συνθέτου].