μονοτονικός

From LSJ

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό μονότονος
1. (για τρόπο γραφής) αυτός στον οποίο χρησιμοποιείται ένας μόνο τόνος
2. φρ. «μονοτονικό σύστημα» — ο τρόπος γραφής της Νεοελληνικής που καθιερώθηκε το 1982, και κατά τον οποίο χρησιμοποιείται στον τονισμό τών λέξεων μόνο ένα τονικό σημείο, η οξεία.