ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
-ή, -ό μονότονος
1. (για τρόπο γραφής) αυτός στον οποίο χρησιμοποιείται ένας μόνο τόνος
2. φρ. «μονοτονικό σύστημα» — ο τρόπος γραφής της Νεοελληνικής που καθιερώθηκε το 1982, και κατά τον οποίο χρησιμοποιείται στον τονισμό τών λέξεων μόνο ένα τονικό σημείο, η οξεία.