μονοτονικός

From LSJ

εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό μονότονος
1. (για τρόπο γραφής) αυτός στον οποίο χρησιμοποιείται ένας μόνο τόνος
2. φρ. «μονοτονικό σύστημα» — ο τρόπος γραφής της Νεοελληνικής που καθιερώθηκε το 1982, και κατά τον οποίο χρησιμοποιείται στον τονισμό τών λέξεων μόνο ένα τονικό σημείο, η οξεία.