οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
μοργίας, ἡ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «λαιμαργία».[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αιολ. τ. ενός αμάρτυρου μαργία (πρβλ. μάργος, γαστριμαργία)].