μουναρχία

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

μουναρχία και μουναρχίη, ἡ (Α)
ιων. τ. βλ. μοναρχία.

German (Pape)

und ä., ion. = μοναρχία.