Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μουρουνέλαιο

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11

Greek Monolingual

μουρουνέλαιο και μουρουνόλαδο, το
(τεχνολ. τροφ.) ανοιχτοκίτρινο ιχθυέλαιο το οποίο λαμβάνεται από το ήπαρ της μουρούνας και άλλων συγγενικών ψαριών και αποτελεί αξιόλογη φυσική πηγή για τις βιταμίνες Α και D, δηλαδή τους αντιρραχητικούς και αυξητικούς παράγοντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μουρούνα + έλαιο].