μουστακαλής

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93

Greek Monolingual

ο
αυτός που έχει μεγάλο μουστάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μουστάκα + κατάλ. -λής (πρβλ. παραλής)].