μπαταρία
From LSJ
Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrum → Gewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht
Greek Monolingual
η
1. (ηλεκτρ.) ηλεκτρικός συσσωρευτής
2. τεχνολ. διάταξη από βρύσες λουτρού ή κουζίνας που χρησιμεύει για την ανάμιξη του θερμού με το κρύο νερό
3. μουσ. ονομασία της ομάδας των κρουστών οργάνων μιας ορχήστρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. bataria (πρβλ. γαλλ. batterie < battre < λατ. bat(t)uo «κόπτω, κρούω»)].