Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μπλε

From LSJ

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161

Greek Monolingual

ο, η, το
άκλ.
1. κυανός, σκούρος γαλάζιος, μπλάβος
2. (το ουδ.) το μπλε
το κυανό, το βαθυγάλαζο χρώμα
3. φρ. «τον έκανε μπλε στο ξύλο» ή «τον έκανε μπλε από το ξύλο» — τον έδειρε πολύ, τὸν μελάνιασε στο ξύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bleu < φραγκικό blao].