μυθητήρ
From LSJ
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
German (Pape)
[Seite 214] ῆρος, ὁ, = Folgdm, Hesych. erkl. στασιαστής.
Greek (Liddell-Scott)
μῡθητήρ: μῡθητής, ὁ, μυθιήτης, Ἡσύχ., Εὐστάθ. σελ. 1901, 47.