μυκούμαι

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source

Greek Monolingual

μυκοῦμαι, -όομαι (Α) μύκης
(για έλκος) γίνομαι μυκητοειδής, σπογγοειδής.