μυκούμαι
From LSJ
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
Greek Monolingual
μυκοῦμαι, -όομαι (Α) μύκης
(για έλκος) γίνομαι μυκητοειδής, σπογγοειδής.
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
μυκοῦμαι, -όομαι (Α) μύκης
(για έλκος) γίνομαι μυκητοειδής, σπογγοειδής.