μυλαύλακο

From LSJ

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source

Greek Monolingual

το
αυλάκι μέσω του οποίου διοχετεύεται το αναγκαίο για την κίνηση του μύλου νερό, αλλ. αμπολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλος + αυλάκι].