αμπολή

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432

Greek Monolingual

η
1. τεχνητό αυλάκι για τη διοχέτευση του νερού σε απομακρυσμένα σημεία, οχετός, χαντάκι
2. το φράγμα που σχηματίζεται σε ένα σημείο της κοίτης του ρεύματος προς συγκέντρωση του ύδατος και ανύψωση της στάθμης του, ώστε να είναι δυνατό να διοχετευθεί και σε ψηλότερα σημεία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρχ. ἐμβολή, «είσοδος, διάβαση, στόμιο ποταμού»].