μυλόομαι

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠλόομαι Medium diacritics: μυλόομαι Low diacritics: μυλόομαι Capitals: ΜΥΛΟΟΜΑΙ
Transliteration A: mylóomai Transliteration B: myloomai Transliteration C: myloomai Beta Code: mulo/omai

English (LSJ)

Pass., (μύλη) to be hardened, cicatrized, of wounds, f.l. for ἐμυκώθη in Hp.Mul.1.40, as read by Erot. (ἐμυλώθη· ἐτυλώθη) μυλοῦνται is prob. cj. for μολοῦνται in Hp.Coac.501.

Greek (Liddell-Scott)

μῠλόομαι: Παθ., (μύλη) τυλοῦμαι, σκληρύνομαι ἢ ἐπουλοῦμαι, ἐπὶ τραυμάτων, Ἱππ. 607, 6, ἔνθα ἐμυλώθη ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ ἐτυλώθη ἐν Ἐρωτ. Λεξ. Ἑτέρα γραφὴ ὑπάρχει ἐμυκώθη, ἐκ τοῦ μύκης ΙΙ. 3.