ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
-ές
αυτός που σχηματίζεται από τον μυϊκό ιστό ή έχει την αρχή του σε μυ («μυογενής θεωρία του αυτοματισμού της καρδιάς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myogen (< μυς, μυός «όργανο του σώματος» + -γενής < γένος)].