μυοτονία

From LSJ

Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt

Menander, Monostichoi, 360

Greek Monolingual

η
ιατρ. ασθένεια που συνίσταται σε παρατεταμένη συστολή ενός μυός με ανικανότητα χαλάρωσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myotonie (< μυς, μυός «όργανο του σώματος» + -τονία < -τόνος < τείνω)].