μυριόδεντρος

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
(για τόπο) αυτός στον οποίο φυτρώνουν πάρα πολλά δέντρα, πολύ δασώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -δεντρος (< δέντρο)].