μωμητέος
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
Greek (Liddell-Scott)
μωμητέος: -α, -ον, ὁ ἄξιος μώμου, Θ. Πρόδρ. ἐν Notitt. Mss. τόμ. 8, σελ. 93, 3. - μωμητέον, δεῖ μωμεῖσθαι, Ἐρωτιαν. σελ. 250, κλ.