μύλακρος

From LSJ

Ῥῆμα παράκαιρον τὸν ὅλον ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um

Menander, Monostichoi, 466
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠλακρος Medium diacritics: μύλακρος Low diacritics: μύλακρος Capitals: ΜΥΛΑΚΡΟΣ
Transliteration A: mýlakros Transliteration B: mylakros Transliteration C: mylakros Beta Code: mu/lakros

English (LSJ)

ὁ,
A millstone, Alcm. 23.31.
II μύλακροι· γομφίοι ὀδόντες, Hsch.

Greek Monolingual

μύλακρος, ὁ (Α)
1. μυλίτης λίθος, μυλόπετρα
2. (κατά τον Ησύχ.) «μύλακροι γομφίοι ὀδόντες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλαξ, -ακος + επίθημα -ρος (πρβλ. μικρός)].