νάρδο

From LSJ

εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus

Source

Greek Monolingual

το (Α νάρδον)
το αρωματικό φυτό νάρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νάρδος, με αλλαγή γένους].